μισόδικος

μισόδικος
μισόδικος, -ον (Α)
αυτός που αποστρέφεται και αποφεύγει τις δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + -δικος (< δίκη), πρβλ. δωσί-δικος, φυγό-δικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μισόδικος — hating lawsuits masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισόδικον — μισόδικος hating lawsuits masc/fem acc sg μισόδικος hating lawsuits neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισοδίκων — μισόδικος hating lawsuits masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισόδικοι — μισόδικος hating lawsuits masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”